• /5
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: RENÉ HABERMACHER
    • 1/4
      ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
    • 2/4
      ALTERNATE TV TRAILER
    • 3/4
      TV TRAILER
    • 4/4
      MEDEA AUDIENCE APPLAUSE
    Previous
    Next
  • Έλενα Δ. Χατζηιωάννου – «Τα Νέα», 3 Ιουνίου 2008

    Μια δημιουργία ισορροπημένη, εκφραστική, πιστή στο ύφος του Παπαϊωάννου. Ασπρόμαυρη, πιο αυστηρή από την πρώτη, νεανική εκδοχή του με την Ομάδα Εδάφους, πιο εγκεφαλική, πιο επεξεργασμένη, λιγότερο συναισθηματική, με αδιόρατες αλλαγές και περισσότερες τις αφαιρέσεις από τις προσθέσεις.

    ---

    Βασίλης Αγγελικόπουλος – «Η Καθημερινή», 3 Ιουνίου 2008

    Το πρώτο που θα είχε κανείς να παρατηρήσει είναι η αφαίρεση […].
    [H] κίνηση, αποσκορακίζοντας σχεδόν οτιδήποτε περιγραφικό ή περιπαθές, απέβη δραστικότερη, πιο δραματική, διεισδυτικότερη. Η όλη αισθητική της νέας αυτής παπαϊωαννικής Μήδειας είναι αυστηρότερη, λιτότερη, πιο κοφτερή – γι’ αυτό και αγγίζει σπλάχνα. Υπάρχουν σκηνές πραγματικά συγκλονιστικές […].

    Ο Παπαϊωάννου βρήκε ιδανικούς ερμηνευτές για τους ρόλους του έργου – και αυτό είναι ένας πολύ μεγάλος έπαινος αν σκεφτεί κανείς ότι η Αγγελική Στελλάτου και ο ίδιος είχαν παίξει Μήδεια και Ιάσονα στην πρώτη εκδοχή: Αλλά είναι θεσπέσιο πλάσμα η Ευαγγελία Ράντου, μαζί και δαιμονικό – μια Μήδεια που δεν θα σβήσει από τη μνήμη μας. Και είναι ερμηνευτής κλάσεως, μεγάλων δυνατοτήτων, αλλά και μεγάλης εσωτερικής έντασης ο Γιάννης Νικολαΐδης. Ολόγυμνα και τα δύο αυτά παιδιά έδωσαν μια ερωτική σκηνή σπάνιας ομορφιάς […].

    ---

    Ευγενία Τζιρτζιλάκη – «ΕΦ», 5 Ιουνίου 2008

    Σε πρόσφατη συνέντευξη, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου έλεγε πως δεν έχει τίποτε καινούργιο να πει για την ιστορία και, άρα, αυτό που τον απασχολεί είναι πώς οι λύσεις της αφήγησης θα είναι όσο σαφέστερες γίνεται. Δεν είναι όμως έτσι ακριβώς. Γιατί ο τρόπος που λες μια ιστορία είναι το πώς την αντιλαμβάνεσαι και πώς τη μεταφράζεις αφηγούμενος, ώστε να δει κι ο άλλος την ουσία που βλέπεις εσύ. Η αφήγηση είναι η ιστορία. Η φόρμα είναι το περιεχόμενο. Αλλιώς στα δικαστήρια θα καλούνταν μόνο ένας μάρτυρας σε κάθε δίκη και μετά τον Ευριπίδη κανένας άλλος δεν θα χρειαζόταν να ανεβάσει Μήδεια.

    Καθώς το φως εναλλασσόταν με το σκοτάδι στο εσωτερικό τοπίο της Μήδειας και η αδάμαστη φύση της γρύλλιζε στα τέσσερα, ενώ ζευγάρωνε αρχέγονα με τον Ιάσονα δίπλα στο διαμελισμένο κορμί του αδερφού της, όταν το ταρακούνημα του αιδοίου της μικρής Γλαύκης έριξε απ' το κεφάλι της το στέμμα, ενόσω η προδομένη Μήδεια, νωπή από συναίσθημα, περνούσε από την άρνηση στην θλίψη κι από κει στο θυμό, όταν συνέτριψε τα απομεινάρια του «μαζί» τους και αποχώρησε νεκρότερη απ' αυτόν, δεν ειπώθηκε απλώς μια ιστορία. Όπως ακριβώς και για τους αρχαίους, η ιστορία δεν είχε και τόση σημασία. Εξού και το άρμα του Ευριπίδη περιφερόταν στην πόλη για να ακούσει ο κόσμος ακριβώς τι θα συμβεί επί σκηνής, κι αν θέλει να πάει στο θέατρο να δει. Εξού και η ΜΗΔΕΙΑ(2), σε μια στενάδα βασιλικής σκηνής, μας λέει ολόκληρη την ιστορία στο πρώτο τρίλεπτο.

    Αυτό που πάει κανείς να δει στο θέατρο δεν είναι μια ιστορία. Είναι ζωή πέρα από την επιφάνεια της καθημερινής ζωής και κατάβαθα στην ουσία της. Όπως η Μήδεια του Ευριπίδη, έτσι κι αυτή του Παπαϊωάννου προχωρά σαν οδοντόκρεμα: πιέζεις το σωληνάριο κι η κάθε στιγμή σπρώχνει, οργανικά και αναπόφευκτα, την επόμενη να βγει. Όπως και στη ζωή, όσο κι αν μένω έκθαμβη, όσο κι αν γελάω ή αναρριγώ μ' αυτό που ζω, στην πραγματικότητα ξέρω τι θα γίνει παρακάτω. Επειδή το παρακάτω προκύπτει από έναν στιβαρό ειρμό και μια συναισθηματική λογική σύμφωνη με τους νόμους της φύσης. Δεν είναι το σασπένς που μου κόβει την ανάσα.

    Αυτό που έκανε να μην ακουστεί ούτε ένα τόσο δα βηχαλάκι στην κατάμεστη αίθουσα της Πειραιώς ήταν κάτι άλλο: η δωρική οικονομία της αρμονικής ένωσης του έσω με το έξω. Οι κάθετες τομές στην ιστορία, όπου το βάθος μιας μόνο στιγμής μπορεί να διερευνάται επ' άπειρον (με άλλα λόγια, αυτό που στον Ευριπίδη αναλαμβάνει ο Χορός), προχωρούσαν αγκαλιαστά με την οριζόντια ροή, δηλαδή τα γεγονότα. Κι οι στροβιλισμοί του αγκαλιαστού τους χορού ήταν τόσο καλά μετρημένοι – ρυθμικά, μελωδικά, δομικά – που τίποτε δεν θα μπορούσε να λείπει. Η άριστη δραματική οικονομία και το μακριά από κάθε φλυαρία ή εντυπωσιασμό ανθρώπινο μέτρο, απελευθέρωσε ερμηνευτές και θεατές. Είδα στ' αλήθεια τους ανθρώπους επί σκηνής με τα δόντια τους καρφωμένα στο ψητό, σε κατάσταση πλήρους παρουσίας ανά πάσα στιγμή, ελεύθερους να υπάρξουν μοναδικά μέσα στα συμβολικά τους πλαίσια. Και αισθάνθηκα τους θεατές, κι εμένα ανάμεσά τους, υπαρξιακά ανακουφισμένους, γραπωμένους από το στομάχι με σκοινιά νοήματος, αλήθειας και ενός διεισδυτικά ευφυούς διαλόγου με τη σκηνή. Η ΜΗΔΕΙΑ(2) με χρειαζόταν για να τη διαβάσω, δεν εκτυλισσόταν ερήμην μου, κι ο διπλανός μου τη διάβασε λίγο αλλιώτικα από μένα. Διότι αυτό που επιτεύχθηκε ήταν ζωντανό, άγρυπνο και αταπείνωτο από φτηνή εξυπνάδα ή όμορφη ευκολία.

    Από τα κοστούμια ώς τη μουσική, από τον Άρη Σερβετάλη, τη Ευαγγελία Ράντου και τον Γιάννη Νικολαΐδη ώς τον κάθε ωραίο ναύτη, από τις τσαρουχικές εικόνες ώς τις ροκ στιγμές, από την καθαρή σιωπή ώς τις εκρήξεις, τα πάντα ήταν στη θέση τους, στην ώρα τους και στον ανθό τους. Τι ωραία!

    ---

    Iλειάνα Δημάδη – «Αθηνόραμα», 27 Νοεμβρίου 2008

    [...] Έργο τέχνης ενός υπεραισθητικού οράματος, η ΜΗΔΕΙΑ(2) παρασύρει τον θεατή σ' ένα πρωτόγνωρο, ονειρικό σύμπαν, προκαλώντας του την επιθυμία να βυθιστεί σε αυτό σαν να είναι παιδί. Γιατί η παράσταση διαχειρίζεται ελεύθερα τον μύθο της Μήδειας, εικονογραφώντας τον με κλινική διαύγεια και γραμμική περιγραφικότητα. Τα εικαστικά δάνεια γι' αυτή την εικονογράφηση αντλούνται από ένα ανεξάντλητο χωνευτήρι συμβόλων, ιδεών και συνειρμών: τα σώματα των χωρευτών θυμίζουν αρχαϊκά γλυπτά που ζωντανεύουν, η μορφή της Μήδειας παραπέμπει ταυτόχρονα σε σφίγγα, στη μινωική θεότητα των φιδιών, σε μέδουσα και νυχτερίδα, ο Ιάσων σε κομψευόμενο φασουλή αλλά και ναύτη του Τσαρούχη, και στον Κόρτο Μαλτέζε, η Γλαύκη σε Λολίτα και ελαφάκι, σε χορεύτρια του Ντεγκά και σε ιαπωνικό manga. Σε μια συνθήκη που επιθυμεί τον εξωραϊσμό κάθε πιθανής ασχήμιας, η ποιητική ισχύς των εικόνων πρυτανεύει και τα δομικά στοιχεία της παράστασης συνενώνονται αρμονικά και τείνουν προς έναν υπερ-σκοπό: την απόλυτη, επική και μνημειώδη ομορφιά. [...]

    Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου θέτει με την ΜΗΔΕΙΑ(2) τα όρια της βουβής αφηγηματικότητας, διαβάζοντας με όση ενάργεια του επιτρέπει η χοροθεατρική δραματουργία το κοινωνικοπολιτικό υπόστρωμα του μύθου. Παραλλάσσοντας ό,τι έγραφε το 1986 ο Heiner Müller για το θέατρο του Robert Wilson, θα λέγαμε πως με την σοφία των παραμυθιών ο Δημήτρης Παπαϊωάννου αρθρώνει το θέμα τον καιρών μας: πόλεμος των τάξεων και των φυλών, των ειδών και των φύλων, εμφύλιος πόλεμος σε κάθε δυνατή του σημασία. Η Ευαγγελία Ράντου (Μήδεια) συμβολοποιεί επί σκηνής τη βιογραφία αυτού του εμφύλιου: είναι ένα πλάσμα που έρχεται από κάπου «αλλού», πέρα από τα οικεία και πέρα από τα ανθρώπινα, είναι θύτης και ταυτόχρονα θύμα δυνάμεων που την υπερβαίνουν, ο ίδιος ο θυμός της είναι υπερβατικής τάξεως. Η 31χρονη χορεύτρια ενσαρκώνει με αναλγησία άγριου ζώου και παγωμένο μεγαλείο τη φύσει και θέσει αυτοεξόριστη Μήδεια, που θα διαμελίσει τον αδερφό της (η αρχική σκηνή στο προσκήνιο), θα σκοτώσει τα παιδιά της (η θραύση των δύο πήλινων ομοιωμάτων) και θα στερήσει από τον Ιάσονα το φως του ήλιου (η τελική σκηνή με το φωτεινό γλόμπο που σκάει πάνω από το κεφάλι του επηρμένου αργοναύτη). [...]

    ---

    Κώστας Γεωργουσόπουλος – «Τα Νέα», 21 Ιουνίου 2008
    Άκαυτη βάτος

    Ο Δημήτρης Παπαϊωαννου σπούδασε εικαστικά στη Σχολή Καλών Τεχνών, μαθήτευσε δίπλα στον Γιάννη Τσαρούχη και η πρώτη του παρουσία στη δημιουργική αρένα ήταν ως χαρισματικού σχεδιαστή comics.

    Γνωστά όλα ύστερα από τη γενικευμένη αναγνωρισιμότητά του κατά την ιδιοφυή έναρξη της τελετής των Ολυμπιακών Αγώνων. Διότι έως τότε ήταν μια συνταρακτική προσωπικότητα γνωστή όμως στους μυημένους, στους λίγους και στους εκλεκτικούς. Κορυφαία δημιουργία του η Μήδεια (1993). Αποκορύφωση της μεταστοιχείωσης του ταλέντου του στην περιοχή του χορού, αν αυτό που εκείνος εφηύρε έχει να κάνει με ό,τι η συνήθεια, η παράδοση ακόμη και ο μοντερνισμός μπορεί να χαρακτηριστεί ως χορός. Ένας κομίστας είναι αναμενόμενο να περάσει κάποτε στα κινούμενα σχέδια και ο Παπαϊωάννου το επεχείρησε. Αλλά ένας ζωγράφος κομίστας, ένας σχεδιαστής, με έντονο το αρχιτεκτονικό δόμημα, είναι, πρέπει να ομολογήσουμε, σπάνιο φαινόμενο στον καλλιτεχνικό χώρο. Διεθνώς πλην του μεγαλοφυούς Robert Wilson που ξεκίνησε ως αρχιτέκτονας. Έχω τη γνώμη πως ο Παπαϊωάννου αυτόν τον αναγεννησιακό καλλιτέχνη έχει ως πρότυπο, όχι για να τον μιμηθεί, όπως ψιθυρίζουν κάποιοι μεμψίμοιροι ζουλιάρηδες, αλλά γιατί βρήκε στο έργο του μια σπάνια ισορροπία στοιχείων, μια την των πραγμάτων σύνθεση, για να θυμηθούμε τον Αριστοτέλη που τον οδηγούσε να υπερβεί τη διάσπαση των τεχνών που συντελέστηκε κάποτε στην Ευρώπη και να αποπειραθεί, όπως ο Wilson το επιχείρησε συχνά με εξαίσια αποτελέσματα, μια νέα σύνθεση της όψεως, του μέλους, της μιμήσεως πράξεως, της όρχησης και μέσω εικαστικών συμβόλων του ήθους και της διάνοιας των ανθρωπίνων ενεργειών. Αυτό το αποπειράθηκε η όπερα και αντί να αναγεννήσει τον τραγικό λόγο, γέννησε ένα υβρίδιο που εξελίχτηκε σε αυτόνομο ανεξάρτητο είδος τέχνης.

    Το αποπειράθηκε και το κλασικό μπαλέτο, μόνο που η απόλυτη φορμαλιστική του στυλιστική κωδικοποίηση το μεταποίησε σε θαυμαστό κόσμο πυκνών σημείων αφαίρεσης.

    Το αποπειράθηκε και το χορόδραμα από την εποχή της Duncan, του Kreutzberg, της Wigman και βέβαια της Graham και του Robbins και τόσων άλλων. Σε εμάς εδώ, κάτω από τα μεγάλα μητρικά φτερά της Κούλας Πράτσικα εκκολάφθηκαν οι προτάσεις της Ραλλούς Μάνου, της Ζουζούς Νικολούδη και από τους νεώτερους η παλιότερη σε διάρκεια προσπάθεια του συγκροτήματος Ροές της Σπυράτου. Η δική μας γενιά γαλουχήθηκε με το χορόδραμα της Μάνου που ενέπνευσε σουίτες για το συγκρότημά της στον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη, τον Αντωνίου, τον Ρώτα, τον Τσαγκάρη, τον Κουρουπό, όπως και η χαρισματική προσωπικότητα της Νικολούδη με τα «Χορικά» της όπως και η Μάνου συνεργάστηκαν με εικαστικούς όπως ο Γκίκας, ο Βασιλείου, ο Μαυροΐδης, ο Μόραλης αλλά και ο Σπαθάρης και βέβαια ο Γιάννης Τσαρούχης μια μεγαλοφυής πολυσήμαντη παρουσία που συνδύαζε τη ζωγραφική, το θέατρο, τη λαϊκή εικονογραφία και τον πυκνό παροιμιακό στοχασμό. Από το εργαστήρι του Μόραλη, του Τσαρούχη, της Νικολούδη και την Αύρα του Πικιώνη και του Κωνσταντινίδη κατάγεται ο Παπαϊωάννου και το πείραμα, αυτόνομα και ανεξάρτητα, απλώς ως πνευματικό άθλημα άμιλλας, του Wilson επιχειρεί.

    Η επανάληψη της Μήδειας έπειτα από δέκα πέντε χρόνια, νομίζω πως οφείλεται σε δύο εξίσου ερεθιστικούς λόγους: να μνημειώσει, να προσδώσει μυθική διάσταση διάρκειας και ουσίας σ΄ ένα έργο που εμφανώς δεν υπέκυψε στην τριβή της μόδας, της συγκυρίας και της αισθητικής επικαιρότητας αλλά ενέχει πυρήνα μοντερνικής αυθεντίας. Επίσης για να επαναφέρει τον καλλιτέχνη Παπαϊωάννου στην τροχιά μιας τέχνης αυστηρής που άλλοτε έπεισε και τάραξε τους μανιακούς και τους μυημένους και τώρα, χάρις και στη δημοφιλία του εμπνευστή, μπορούσε να δοκιμάσει να ταράξει και άλλα λιμνάζοντα και εθισμένα σε εισροές λυμάτων νερά για να μην πω βούρκο.

    Και ο Παπαϊωάννου πέτυχε και στα δύο αυτά προσδοκώμενα. Η Μήδειά του αποδείχτηκε όχι απλώς ανθεκτική στον χρόνο αλλά μέλλουσα, μια προσεχής πληροφορία, ένα μοντέλο θεάματος που ανοίγει ρωγμές στην τέχνη του χοροθεάτρου και προετοιμάζει, αν υπάρξουν ευαίσθητοι δέκτες, μιαν άλλη οιστρήλατη εμπειρία στον μέλλοντα χρόνο. Να το πω ωμά; Κανείς πια δεν μπορεί να είναι αθώος από ΄δω και πέρα, κανείς απαράσκευος, κανείς ανυποψίαστος και κανείς «εξυπνάκιας». Πάνε τα πασαλείμματα και ο χορευτικός μαϊντανός, ο γιαλαντζή μοντερνισμός και τα μεταμοντέρνα καραγκιοζιλίκια.

    Θύτης και θύμα

    Ο Παπαϊωάννου αφηγήθηκε τον μύθο της αιώνιας Μήδειας που δεν είναι παρά η ιστορία κάθε προδομένης γυναίκας που όταν ερωτεύεται παραδίδει στο γαμήλιο θυσιαστήριο τα πάντα, σάρκα και πνεύμα γι΄ αυτό όταν προδοθεί δεν έχει άλλο όπλο από τη μετατροπή του θυσιαστηρίου σε σφαγείο, όπου η ίδια τελετουργεί ταυτόχρονα ως θύτης και θύμα.

    Ο τρόπος που ο Παπαϊωάννου στην αριστουργηματική σκηνή με τις καρέκλες εικονοποιεί και στιχουργεί οπτικά την κατάθλιψη και τη μανιοκατάθλιψη της προδομένης Μήδειας, αποδεικνύει πως η παιδοκτονία είναι μια επιστροφή, ένας έμετος του ανδρικού σπέρματος, μια απόρριψη, μια έκτρωση, μια έξοδος από τη θύρα του εφιάλτη, από το προδομένο όνειρο και την ψευδαίσθηση της τάχα κοινής απόλαυσης της ηδονικής κορύφωσης.

    Η Μήδεια του Παπαϊωάννου όπως γέμισε τον χώρο από τα κομμάτια του Άψηρτου του αδελφού της σπάζοντας τον λώρο με τη γενιά της για να γευτεί και να παραδοθεί στον έρωτα, έτσι κομματιάζει τα παιδιά της ευνουχίζοντας συμβολικά τον προδότη του έρωτα. Αυτός ο Μύθος, έτσι, μας αφορά, μας συνταράζει και μας αφήνει σε διαρκή εκκρεμότητα.

    Σκοπός μου σ΄ αυτήν τη θέση δεν είναι να κάνω κριτική. Άλλοι ειδικοί θα μιλήσουν, και μίλησαν, για τη σκηνική πραγμάτωση, τους συνεργάτες του Παπαϊωάννου, το μουσικό περιβάλλον και το καλλιτεχνικό συγκεκριμένο αποτέλεσμα.

    Εγώ μιλάω για έναν συμπατριώτη που με τιμά, με σέβεται, με αγαπάει και μου προσφέρεται ψυχή τε και σώματι, με το απέραντο τάλαντό του και τη γενναιόδωρη μούσα του και με μεταβάλλει σε ευαίσθητο δέκτη κρυφών μηνυμάτων και αποδέκτη απλών και γι΄ αυτό θεμελιωδών ιδεών ενδεδυμένων με τη ρητορική του μύθου, την πειθώ της λογικής, την πείνα της επιθυμίας και την κολυμπήθρα της βαθιάς, συλλογικής μνήμης. Η τέχνη του Παπαϊωάννου είναι, όπως θα ΄λεγε ο Ελύτης, Άκαυτη βάτος.

    ---

    Μίρκα Δημητριάδη-Ψαροπούλου – «Ελευθεροτυπία», 17 Ιουνίου 2008

    Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, αντίθετα με τους περισσότερους ταλαντούχους, τελειοποιεί το ταλέντο του με σκληρή δουλειά. Επεξεργάζεται επίμονα το θέμα του μέχρι να πάρει ικανοποιητική μορφή. Κι αν θα το ξαναπαρουσιάσει στο μέλλον, το επεξεργάζεται πάλι, κάτω από νέες εμπειρίες. Το μυστικό του εκφράζεται με μόνο τρεις λέξεις. «Δουλειά» – «δουλειά» – «δουλειά»… Είναι τεχνίτης του θεάματος. Αναζητά τη σαφήνεια της έκφρασης, μέχρι να αισθανθεί τη συγκίνηση να πηγάζει από αυτήν. Την ντύνει στο βελούδινο περιτύλιγμα της αισθητικής ομορφιάς και την προσφέρει. […]

    Η ιστορία επαναλαμβάνεται, όχι όμως ο Παπαϊωάννου. Και φέτος, στο Φεστιβάλ Αθηνών, [η ΜΗΔΕΙΑ] έφτασε στην πλέον αψεγάδιαστη μορφή της.

    ---

    Βένα Γεωργακοπούλου – «Ελευθεροτυπία», 3 Ιουνίου 2007

    Είναι όντως αριστούργημα η ΜΗΔΕΙΑ(2). Μάλλον αριστούργημα ήταν και η πρώτη, η μη υψωμένη στο τετράγωνο, που είδαμε το 1993. Αλλά επειδή πέρασαν πολλά χρόνια, ελάχιστα πράγματα είχαμε κρατήσει στη
    μνήμη μας […].

    Από προχθές θυμάμαι, βέβαια, πολύ περισσότερα. Και τα σκέφτομαι συνέχεια. Γοητευμένη (τι υπέροχο πλάσμα η Ευαγγελία Ράντου που παίζει την Μήδεια) και υπερήφανη ως Ελληνίδα (η παράσταση θα πάει περιοδεία στο εξωτερικό). Αλλά και προβληματισμένη. […]

    Τόσο άψογη, τόσο ωραία που καταντάει ξένη.
2008 / ΜΗΔΕΙΑ(2) / ΕΡΓΟ ΓΙΑ 15 ΕΡΜΗΝΕΥΤΕΣ
 
Παραγγελία του Υπουργείου Πολιτισμού για το «Πολιτιστικό Έτος της Ελλάδας στην Κίνα»
Συμπαραγωγή: Ελληνική Θεαμάτων, Φεστιβάλ Αθηνών & ΔΥΟ
Πρεμιέρα: Φεστιβάλ Αθηνών, Πειραιώς 260, Χώρος Η (1 Ιουνίου 2008)
60 λεπτά

Χορηγοί των παραστάσεων στο Φεστιβάλ Αθηνών: Θόδωρος & Γιάννα Αγγελοπούλου

Σύλληψη - Σκηνοθεσία - Χορογραφία: Δημήτρης Παπαϊωάννου
Σκηνικά: Νίκος Αλεξίου
Φωτισμοί: Αλέκος Γιάνναρος
Σχεδιασμός και Σύνθεση Ήχων: Coti K.
Μουσική: Κολλάζ από όπερες του Vincenzo Bellini
Art Direction - Κοστούμια: Θάνος Παπαστεργίου - Δημήτρης Παπαϊωάννου  
Γλυπτική: Νεκτάριος Διονυσάτος
Βοηθός Σκηνοθέτη: Τίνα Παπανικολάου
Μακιγιάζ: Ιωάννα Τσελέντα
 
Βοηθοί Χορογράφου: Νίκος Δραγώνας, Νίκος Καλογεράκης
Βοηθός Φωτιστή: Θοδωρής Μιχόπουλος
Βοηθός Ενδυματολόγου: Βασιλεία Ροζάνα
Εκτέλεση Μακιγιάζ: Εβελίνα Ζαγάρη
Hair Styling: Αλέξανδρος Μπαλαμπάνης
 
Τεχνικός Διευθυντής: Κώστας Κεφάλας
Τεχνικοί Σκηνής: Μαχμούτ Μπαμερνί, Γεώργιος Μπαμπανάρας, Δρόσος Σκώτης
Προγραμματισμός - Εκτέλεση Φωτισμών: Τάσος Γλυκός
Ηχολήπτες: Αλέξανδρος Διάκος, Νικόλας Καζάζης
 
Ερμηνευτές:
Μήδεια: Ευαγγελία Ράντου
Ιάσων: Γιάννης Νικολαΐδης
Σκύλος: Άρης Σερβετάλης
Γλαύκη: Κατερίνα Λιόντου
Ήλιος: Φοίβος Παπαδόπουλος
 
Αργοναύτες: Νίκος Δραγώνας, Μιχάλης Ελπιδοφόρου, Νίκος Καλογεράκης, Τάσος Καραχάλιος, Κωνσταντίνος Καρβουνιάρης, Φοίβος-Θωμάς Κυριάκου, Αγνή Παπαδέλη-Ρωσσέτου, Βαγγέλης Τελώνης, Συμεών Τσακίρης, Altin Huta
 
Που και πότε:
Φεστιβάλ Αθηνών: 1- 5 Ιουνίου 2008
Φεστιβάλ «Meet in Beijing», National Centre for the Performing Arts, Πεκίνο: 1 και 2 Αυγούστου 2008
Θέατρο Παλλάς: Από 1 Οκτωβρίου 2008 έως 8 Φεβρουαρίου 2009